Κλινί

Κλινί
(Cluny). Κωμόπολη (4.376 κάτ. το 1999) της Γαλλίας, στη Βουργουνδία, στον νομό Σον-ε-Λουάρ. Είναι χτισμένη στην κοιλάδα του παραποτάμου του Σηκουάνα, Γκρον. Στην κωμόπολη εδρεύουν επιχειρήσεις κατεργασίας ξυλείας και κατασκευής επίπλων, ενώ είναι κυρίως γνωστή για τις περίφημες δαντέλες της, που εξάγονται σε πολλές χώρες. Στην Κ. υπάρχει μοναστήρι των Βενεδικτίνων καθώς και ναοί που άσκησαν μεγάλη επίδραση στην ανάπτυξη της ρομανικής αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη. Οι εκκλησίες αυτές καταστράφηκαν τον 19o αι. και πλέον σώζεται μόνο το νότιο τμήμα του κύριου κλίτους της μίας από αυτές, με τον συνεχόμενο πύργο της. Σώζονται επίσης η γοτθική εκκλησία Σεν Μαρσέλ (12ος αι.), η Νοτρ Νταμ (13ος αι.), το δημαρχείο (16ος αι.), ένα νοσοκομείο (17ος αι.) και αρκετές ρομανικές και γοτθικές κατοικίες. Ιστορία. Κατά τον 10o και τον 11o αι. η Κ. έγινε κέντρο κινήματος για τη μεταρρύθμιση της Εκκλησίας, με βασικούς στόχους την αναμόρφωση των μοναστηριών και τη θέσπιση αυστηρού κανόνα, σύμφωνα με τις αρχές του απόλυτου ασκητισμού και της υπακοής, τον έλεγχο της αγαμίας του κλήρου, την απαγόρευση της σιμωνίας, την πλήρη ανεξαρτησία των μεταρρυθμισμένων μοναστηριών από κάθε κοσμική αρχή και από τους επισκόπους και την υπαγωγή των μοναστηριών αυτών στο Βατικανό. Το μεταρρυθμιστικό κίνημα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός πανίσχυρου μοναχισμού, την ενίσχυση της Καθολικής Εκκλησίας και την εντυπωσιακή αύξηση της παπικής εξουσίας. Βλ. λ. Κλουνιανοί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Βουργουνδία — (Bourgogne). Διοικητική περιφέρεια (31.582 τ. χλμ., 1.610.067 κάτ. το 1999) της κεντροανατολικής Γαλλίας, η οποία διαιρείται στα διαμερίσματα Ιόν (Yonne), Χρυσή Ακτή (Côte d’Or), Σον ε Λουάρ (Saône et Loire) και Νιέβρ (Nièvre). Η Β. είναι κατά το …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • Κιστερκιανοί — Μοναχικό τάγμα της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Η ονομασία προήλθε από τη Σιτό (λατ. Cistercium), περιοχή της ανατολικής Γαλλίας όπου ο αβάς της Μολέμ Ροβέρτος και μερικοί σύντροφοί του ίδρυσαν μία μονή, το 1098. Η κίνηση αυτή, στην οργάνωση της… …   Dictionary of Greek

  • Κλουνιανοί — Θρησκευτική αδελφότητα του τάγματος των Βενεδικτίνων. Οι Κ. έλαβαν την ονομασία τους από το Κλινί (βλ. λ.), γαλλική πόλη στην περιοχή του Ροδανού ποταμού, ενώ η αδελφότητά τους ιδρύθηκε το 910 από τον άγιο Μπερνόν. Πραγματικός, ωστόσο, ιδρυτής… …   Dictionary of Greek

  • Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… …   Dictionary of Greek

  • ρομανική τέχνη — Από τα τέλη του 10ου έως τα τέλη του 12ου αι., εκδηλώθηκε στην Ευρώπη μια κίνηση για το ξαναζωντάνεμα όλων των τεχνών και πρώτα πρώτα της αρχιτεκτονικής, που πήρε το όνομα ρομανική. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιήθηκε αρχικά με την ίδια ορολογική αξία …   Dictionary of Greek

  • k̂lei- —     k̂lei     English meaning: to tip, incline, lean     Deutsche Übersetzung: “neigen, lehnen”; vielfach von angelehnten Stangen (hence Zelte with Stangengerippe; Sattelstangen), Leitern, leiter or gitterartigen Holzkonstruktionen, andrerseits… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”